ηξεύρω

ηξεύρω
μετ. знать, иметь понятие

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ηξεύρω" в других словарях:

  • ηξεύρω — βλ. ξέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ξέρω] …   Dictionary of Greek

  • ξέρω — και ξεύρω και ηξεύρω (Μ ξέρω και ἠξεύρω) γνωρίζω, κατέχω (α. «νομίζει ότι τά ξέρει όλα» β. «καὶ σὺ οὐδὲ τὸν Ἀλφάβητον ἠξεύρεις συλλαβῆσαι», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. έχω γνωριμία με κάποιον, γνωρίζω κάποιον, μού είναι γνωστός κάποιος 2. φρ. α) «δεν θέλω …   Dictionary of Greek

  • ανήξερος — η, ο (Μ ἀνήξευρος), [ηξεύρω] αυτός που αγνοεί κάτι, ανίδεος, άπειρος μσν. άγνωστος …   Dictionary of Greek

  • εξεύρω — και ηξεύρω ξέρω, γνωρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξεύρον, αόρ. τού εξευρίσκω] …   Dictionary of Greek

  • Καποδίστριας, Ιωάννης — (Κέρκυρα 1776 – Ναύπλιο 1831). O πρώτος κυβερνήτης του νεοελληνικού κράτους (1828−31). H οικογένειά του, που καταγόταν από τη δαλματική πόλη Κάπο ντ’ Ίστρια και τα μέλη της είχαν πάρει τον τίτλο του κόμη (τον οποίο αναγνώρισαν αργότερα και οι… …   Dictionary of Greek

  • Πηγάς, Μελέτιος — (Χάνδακας, Κρήτη 1549 – Αλεξάνδρεια 1601). Πατριάρχης Αλεξανδρείας κι ένας από τους πιο αξιόλογους ιεράρχες και λόγιους των χρόνων της τουρκοκρατίας. Μαθητής του Μελέτιου Βλαστού στην Κρήτη, συμπλήρωσε αργότερα τις σπουδές του στην Πάντοβα της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»